ἀρχιληστής

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιληστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς λῃστρικῆς συμμορίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 10, 5, κτλ.