ἀρότρευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, ploughing: metaph., generation, φύσεως ἀ. καινοῖς Poet. ap. Stob.1.49.46.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
arada, labranza, fig. generación φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Orác. en Stob.1.49.46.

German (Pape)

[Seite 357] τό, das geackerte Land, auch Zeugung, Stob. ecl. phys. 1, p. 1000.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρότρευμα: -ατος, τὸ, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μεταφ., ἄλλος ἐξ ἄλλου γεννώμενος ἠδ’ ἀναβλαστῶν (μεταγεν. ἀντὶ ἀναβλαστάνων) ψυχοῦται γονίμου φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Ποιητ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1000.