ἀσίγητος

English (LSJ)

ἀσίγητον, never silent, Call.Del.286, Nonn. D. 42.405, al.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
1 que no se puede callar λέβης Call.Del.286, θάλασσα Nonn.D.42.405, Par.Eu.Io.6.25, μῦθος ἀσιγήτων ἀπὸ λαιμῶν Nonn.Par.Eu.Io.7.12, αὐλός Hsch.H.Hom.11.2.6.
2 adv. -ως sin estar nunca en silencio, incesantemente ἀ. ὑμνεῖν Rom.Mel.46.ιδʹ.10, ἀ. κηρύττειν Bas.Sel.Or.M.85.34A.

German (Pape)

[Seite 370] nicht verschwiegen. plauderhaft, Sp., τιθήνη Nonn. D. 8, 335; u. öfter; κύκνοι 8, 229.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσίγητος: -ον, ὁ μὴ σιγῶν, ὁ ἀεὶ λαλῶν, ὁ ἀεὶ θορυβῶν, ἀσιγήτοιο λέβητος Καλλ. εἰς Δῆλ. 286, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 203, Νόνν. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ. 21, τ. 5. σ. 129, 37.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσίγητος, -ον) σιγώ
1. αυτός που ποτέ δεν μένει σιωπηλός, αυτός που πάντα θορυβεί
2. ο αδιάκοπος.