ἀσαγήνευτος

German (Pape)

[Seite 368] nicht im Netze zu fangen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσᾰγήνευτος: -ον, ὁ μὴ σαγηνευθείς, Κύριλλ. εἰς Ἰω. 21, σ. 1115.

Spanish (DGE)

-ον no cogido con red ἄγρα Nil.M.79.952D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσαγήνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε δίχτυ
νεοελλ.
1. ο ασυγκίνητος
2. ο αδελέαστος.