ἀσημάνθρωπος

English (LSJ)

ὁ, 'electron-man', Zos.Alch.p.207B.; cf. ἀργυράνθρωπος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ alq. hombre de electro ὁ χαλκάνθρωπος ... γέγονεν ἀ. Zos.Alch.207.2.