ἀσθενοποιέω

English (LSJ)

make weak, App.Mac.9.6.

Spanish (DGE)

debilitar τὸν Φίλιππον App.Mac.9.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσθενοποιέω: καθιστῶ τινα ἀνίσχυρον, Ρωμαῖοι ἀσθενοποιοῦντες ἀεὶ τὸν Φίλιππον Ἀππ. Μακεδ. 9. 7.