ἀσθενόρριζος

English (LSJ)

ἀσθενόρριζον, with weak roots, Thphr. CP 4.14.4.

Spanish (DGE)

-ον de raíces débiles πίσος Thphr.CP 4.14.4.

Greek Monolingual

ἀσθενόρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες.

German (Pape)

(ῥίζα), mit schwacher Wurzel, Theophr.