ἀσκάλευτος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, unhoed, Sch.Theoc.10.14. ἀσκαλεῶς· ἄλαν σκληρῶς, ἐπιμόν υς, Hsch. (i.e. ἀσκελέως).

Spanish (DGE)

-ον agr. no escardado Sch.Theoc.10.14a.

German (Pape)

[Seite 370] = ἄσκαλτος, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσκάλευτος, -ον) σκαλεύω
ο ασκάλιστος
νεοελλ.
(για τη φωτιά) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη φωτιά ασκάλευτη»).