v. ἀσκητήρ.
-ορος atleta, Anon.Parod.9.15 (ἀσκητῆρες cód.).
ἀσκήτωρ: -ορος, ὁ, = ἀσκητής, ὦ κοῦφοι ἀσκήτορες (ἀσκητῆρες Künh) ἄθλιοι ἄνδρες Ποιητ. παρὰ Γαλην. τ. 2. 14 (1. σ. 36).