ἀσμεναίτατα

English (LSJ)

v. sub ἄσμενος.

Spanish (DGE)

v. ἄσμενος.

German (Pape)

[Seite 372] u. ἀσμενέστατα, s. ἄσμενος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσμεναίτατα: -έστατα, ἴδε ἄσμενος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσμεναίτατα: и ἀσμενάστατα Plat. superl. к ἀσμένως.