τό, prob. a vulgar form of ἀψίνθιον, Hsch.:—also ἀπίνθιον, EM183.25.
v. ἀψίνθιον.
[Seite 373] τό. = ἀψίνθιον. com. nach VLL.
ἀσπίνθιον: τό, ἀψίνθιον, ἴδε Meineke Ἕλλ. Κωμ. 4. 382.