ἀσπαλιευτικός
English (LSJ)
ἀσπαλιευτική, ἀσπαλιευτικόν, of or for an angler: ἀσπαλιευτική (sc. τέχνη), ἡ, angling, Pl.Sph.219d, 221a, Gal.Thras.30.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de pescar (τέχνη) ἀ. (arte) de la pesca con caña o sedal, Pl.Sph.219d, Gal.5.861
•ὁ ἀ. κάλαμος la caña de pescar Plu.2.976e.
German (Pape)
[Seite 373] zum Fischer gehörig; ἡ ἀσπ., Fischfang, Plat. Soph. 219 e f.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπᾰλιευτικός: рыболовный (κάλαμος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπᾰλιευτικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἁλιέως, ὁ ἀνήκων εἰς ἁλιέα: ἡ ἀσπαλιευτικὴ (ἐνν. τέχνη) ἡ ψαρευτική, Πλάτ. Σοφ. 219D, 221A.
Greek Monolingual
ἀσπαλιευτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψαρά
2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του ψαρά.