ἀσπιδογοργών

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπιδογοργών: -όνος, ἡ, μυθώδης ἀσπὶς ἐν Αἰγύπτῳ ἥτις καταφαγοῦσα πρῶτον πολλὰς ἄλλας ἀσπίδας, ἔπειτα δὲ καὶ τὴν ἑαυτῆς οὐρὰν κατέστη τερατώδης, ἴδε λεπτομερῆ περιγραφὴν αὐτῆς παρ’ Ἐπιφαν. (Αἱρ. 22. σ. 61C).

Spanish (DGE)

-όνος, ὁ
áspid-gorgona una especie de serpiente egipcia que devoraba su cola, Epiph.Const.Haer.22.2, 30.26.