ἀσπιστικός
English (LSJ)
ἀσπιστική, ἀσπιστικόν, composed of warriors, φάλαγξ D.H.20.3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
formado por guerreros armados con escudo φάλαγξ D.H.20.3.
Greek Monolingual
ἀσπιστικός, -ή, -όν (Α) ασπιστής
αυτός που αποτελείται από ασπιδοφόρους στρατιώτες.