ἀστύθεμις

English (LSJ)

ὁ, just ruler of cities, B.4.3.

Spanish (DGE)


• Prosodia: [-ῠ-]
justo gobernador de la ciudad ἀστύθεμίν θ' Ἱέ[ρω] να γεραίρει B.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστύθεμις: -ιδος, αἰτ. ιν, ὁ, ὁ θεμίζων τὸ ἄστυ, ἀστύθεμίν θ’ Ἱ[έρω]να γεραίρει Βακχυλ. IV. 3.

Greek Monolingual

ἀστύθεμις, ο, η (Α) θέμις
ο δίκαιος κυβερνήτης της πόλης.