ἀσυγκαταθετέω
English (LSJ)
withhold one's assent, S.E.M.7.157.
Spanish (DGE)
no consentir τὸ δὲ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ τὸ ἐπέχειν S.E.M.7.157.
German (Pape)
[Seite 379] nicht beistimmen, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκαταθετέω: δὲν συγκατατίθεμαι, τὸ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερον ἐστιν ἣ τὸ ἐπέχειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 157.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυγκαταθετέω: не соглашаться Sext.