ἀσφοδέλινος
English (LSJ)
η, ον, of asphodel, ναῦς ἀ. a ship built of asphodel stalks, Luc.VH2.26.
Spanish (DGE)
-η, -ον hecho de asfódelo ναῦς Luc.VH 2.26.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
en bois d'asphodèle.
Étymologie: ἀσφόδελος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσφοδέλινος: (сделанный) из стеблей асфоделей (ναῦς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφοδέλινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀσφοδέλου, ναῦν μονόξυλον ἀσφοδελίνην, ἐκ τῶν στελεχῶν ἀσφοδέλου, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 26.
Greek Monolingual
ἀσφοδέλινος, -η, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από βλαστούς ασφοδέλων.
Greek Monotonic
ἀσφοδέλινος: -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τον ασφόδελο, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀσφοδελός
of asphodel, Luc.