ἀσωτεῖον

English (LSJ)

τό, abode of a prodigal, Stratt.51, Longus 4.17.

Spanish (DGE)

ἀσωτεῖον, -ου, τό
• Alolema(s): ἀσώτιον Ath.164a, 165d
tugurio, casa de diversión Stratt.54.2, Ath.ll.cc., Poll.6.188, Theognost.Can.128.33
plu. barrio de diversión Poll.9.48.

German (Pape)

[Seite 382] τό, Aufenthalt liederlicher Menschen, B. A. p. 24; so schreibt Mein. für ἀσώτιον in Stratt. Ath. IV, 169 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσωτεῖον: τό, τὸ ἐνδιαίτημα ἀσώτου, Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· διορθωθὲν ἀντὶ τοῦ ἀσώτιον ἐκ τοῦ Φρυν. Α. Β. 24, 29, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 188. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 401.