ἀσύζωος

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύζωος: -ον, ὁ μὴ ζῶν ὁμοῦ, ὁ μὴ συζῶν, Διον. Ἀρεοπ. σ. 104.

Spanish (DGE)

-ον
que no vive junto, fig. no unido a Dios μὴ τοῖς φθοροποιοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ... ἀσύζωοι γενώμεθα Dion.Ar.EH M.3.444B.