ἀσύλητος

English (LSJ)

ἀσύλητον, = ἄσυλος I, E.Hel.449, J.AJ19.1.1, D.C.75.14.

Spanish (DGE)

-ον
que no sufre violencia, inviolable γένος E.Hel.449, un templo, I.AI 19.7, πόλις D.C.75.14.3, πύλαι Nonn.D.2.177, γάμος Nonn.D.40.193, ὑμέναιοι Nonn.D.5.573.

German (Pape)

[Seite 379] = ἄσυλος, γένος Eur. Hel. 449.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inviolable.
Étymologie: , συλάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύλητος: (ῡ) неприкосновенный, имеющий право на убежище (γένος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύλητος: -ον, = ἄσῡλος 1, Εὐρ. Ἑλ. 449, Δίων Κ. 75. 14.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύλητος, -ον) συλώ
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν συλήθηκε, που δεν λεηλατήθηκε
αρχ.
προστατευμένος, ασφαλής.

Greek Monotonic

ἀσύλητος: -ον (συλάω), αβεβήλωτος, απαραβίαστος, σε Ευρ.

Middle Liddell

συλάω
not inviolate, Eur.

English (Woodhouse)

inviolable, inviolate