ἀταρτάομαι

English (LSJ)

[ᾰτ], hurt, Hsch.

Spanish (DGE)

dañar Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταρτάομαι: ἀποθ., βλάπτω, λυπῶ· - «ἀταρτᾶται· βλάπτει, πονεῖ, λυπεῖ» Ἡσύχ.