ἀτασθαλέω
German (Pape)
Spanish (DGE)
(ἀτασθᾰλέω)
• Prosodia: [ᾰ-]
ser insolente en sent. crist. pecar οὗτος ἀτασθαλέων οὐκ ἤλιτεν οὐδὲ τοκῆες Nonn.Par.Eu.Io.9.3, καὶ γάρ με πληγῇσιν ἀτασθαλέοντα δαμάζων Gr.Naz.M.37.1366A.
(ἀτασθᾰλέω)
• Prosodia: [ᾰ-]
ser insolente en sent. crist. pecar οὗτος ἀτασθαλέων οὐκ ἤλιτεν οὐδὲ τοκῆες Nonn.Par.Eu.Io.9.3, καὶ γάρ με πληγῇσιν ἀτασθαλέοντα δαμάζων Gr.Naz.M.37.1366A.