ἀτιμητέον
English (LSJ)
one must hold in disesteem, συκοφάντας Isoc.15.175.
Spanish (DGE)
hay que despreciar συκοφάντας Isoc.15.175.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀτιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτιμητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀτιμάσῃ, καταρρίψῃ εἰς ἀτιμίαν ἢ ὄνειδος, τοὺς συκοφαντοῦντας ἀτιμητέον Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 175 (ἂν μὴ ἀναγν. -ωτέον).