ἀτμιδόομαι

English (LSJ)

Pass., to be turned into vapour, Arist.Mete.346b25.

Spanish (DGE)

evaporarse τὸ ... ὑγρὸν ... ἀτμιδούμενον φέρεται ἄνω Arist.Mete.346b25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμῐδόομαι: παθ. μεταβάλλομαι εἰς ἀτμόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 3.

Russian (Dvoretsky)

ἀτμιδόομαι: превращаться в пар, испаряться (ὑγρὸν ἀτμιδούμενον Arst.).