ἀτμιστός

English (LSJ)

ἀτμιστή, ἀτμιστόν, capable of being turned into vapour, Arist.Mete.387b8, dub. in Alex. Trall.Febr.5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 vaporizable ὕδωρ δ' οὐ θυμιατὸν ἀλλ' ἀτμιστόν Arist.Mete.387b8.
2 ablandado al vapor περσικὰ ἄνεφθα ... καὶ ὑπὸ ἀτμοῦ μόνου ἑψηθέντα καὶ ὥσπερ ἀτμιστὰ γενόμενα Alex.Trall.1.375.14.

German (Pape)

[Seite 387] verdampft; in feuchte Dämpfe auflösbar, ὕδωρ ἀτμιστὸν ἀλλ' οὐ θυμίατον Arist. Meteor. 4, 9.

Russian (Dvoretsky)

ἀτμιστός: превратившийся в пар, парообразный (ὕδωρ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμιστός: -ή, -όν, ὁ μεταβεβλημένος εἰς ἀτμόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 28.

Greek Monolingual

ἀτμιστός, -ή, -όν (Α) ατμίζω
αυτός που υπόκειται σε εξάτμιση, που μπορεί να μετατραπεί σε ατμό.