ἀτρόμητος

English (LSJ)

ἀτρόμητον, = ἄτρομος (fearless, calm, undisturbed, intrepid, dauntless), B. 12.123, AP 6.256 (Antip.).

Spanish (DGE)

-ον
que no tiembla, intrépido Νηρῇδος ἀ. υἱός B.13.123, cf. AP 6.256 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 389] = folgdm, Antp. Sid. 40 (VI, 256).

Russian (Dvoretsky)

ἀτρόμητος: Anth. = ἄτρομος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρόμητος: -ον, = τῷ ἑπομ., οὐδ’ Ὀλύμπιος Ζεὺς ἀτρόμητος εἶδεν Ἀνθ. Π. 6. 256.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτρόμητος, -ον) τρομώ
άτρομος, άφοβος.

Greek Monotonic

ἀτρόμητος: -ον (τρομέω), = το επόμ., σε Ανθ.