ἀφέηκα

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de ἀφίημι.

Greek Monotonic

ἀφέηκα: Επικ. αντί ἀφ-ῆκα, αόρ. αʹ του ἀφ-ίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφέηκα: (= ἀφῆκα) эп. aor. 1 к ἀφίημι.