ἀφαδός

Greek (Liddell-Scott)

ἀφᾰδός: -όν, «ἀφαδός, ἐχθρός· παρὰ τὸ ἀφανδάνειν» Ἐτυμ. Μ. 174, 50.

Spanish (DGE)

-όν enemigo, EM 174.50G.