ἀφαρμόζω

English (LSJ)

Att. ἀφαρμόττω, not to suit, Oenom. ap. Eus.PE5.24.

Spanish (DGE)

1 no adaptarse a c. gen. ἡττωμένων Oenom.6
c. dat. τῷ μεγέθει τοῦ θεοῦ Basil.M.30.16A, cf. Synes.Regn.6 (p.14).
2 gram. determinar τὰ γένη Gramm.Pap.2.38.

German (Pape)

[Seite 407] = ἀφαρμόττω, nicht zusammenpassen. ἄφαρος, 1) = ἀφάρωτος, Callim. frg. 183. – 2) Hesych. = ἀφαρής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαρμόζω: Ἀττ. -ττω, δὲν ἁρμόζω, εἶμαι ἀπρεπής, Οἰνόμ. παρ' Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 217D.