ἀφιλοχρήματος

English (LSJ)

one who despises wealth; v. ἀφιλοχρηματία.

Spanish (DGE)

-ον
que desprecia las riquezas subst. τὸ ἀφιλοχρήματον desprecio de las riquezas Ph.2.458, Eun.Hist.44.3, Cyr.Al.M.73.445C.

German (Pape)

[Seite 412] Roichthum nicht achtend, Suid.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφιλοχρήματος, -ον)
αυτός που δεν είναι φιλοχρήματος, ο αφιλοκερδής.