ἀφιλόθεος

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐλόθεος: -ον, ὁ μὴ φιλόθεος, ἀσεβής, ἀφιλοθεΐα, ἡ, ἀσέβεια, ἀμφότερα παρὰ Κυρίλλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 enemigo de Dios, impío Pall.V.Chrys.5 p.31.
2 adv. -ως impíamente ἀ. καὶ τοῦτο φάσκουσιν Didym.Trin.1.11.1.