ἀφοβοποιός
English (LSJ)
ἀφοβοποιόν, removing fear, calming, Sch.A.Pr.849.
Spanish (DGE)
-όν
que no provoca temor ἀταρβεῖ· ἀφοβοποιῷ Sch.A.Pr.849H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοβοποιός: -όν, ὁ ἀπομακρύνων τὸν φόβον, πραϋντικός, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 849.