ἀφριστής

English (LSJ)

οῦ, ὁ, foamer, Sch.Il.1.535.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφριστής: -οῦ, ὁ, ὁ παράγων ἀφρόν, ὁ ἀφρίζων, Μανάσσ. Χρον. 302, Σχολ. Βενετ. Β. εἰς Ἰλ. Ι. 539.