ἀφύδιον

English (LSJ)

[ῡ], τό, Dim. of ἀφύη, Ar.Fr.507.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
dim. de ἀφύη sardina pequeña, gener. cualquier pescado pequeño pescadito Ar.Fr.521, Cyran.4.22.2, τὰ Φαληρικὰ τὰ μικρὰ τάδ' ἀφύδια Ath.285e.

German (Pape)

[Seite 415] τό, dim. von ἀφύη, Ar. Ath. VII, 285 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀφύη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 442. [ὗ Meineke ἐν Μενάνδ. σ. 160.]