ἀφῖγμαι

French (Bailly abrégé)

pf. de ἀφικνέομαι.

Greek Monotonic

ἀφῖγμαι: παρακ. του ἀφικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφῖγμαι: pf. к ἀφικνέομαι.