ἀχνάσδημι
Greek (Liddell-Scott)
ἀχνάσδημι: (ἄχω) εἶμαι δυστυχὴς ἢ τεθλιμμένος, θρηνῶ, Ἀλκαῖος 98· ἴδε Koen Γρηγ. Κορίνθου σ. 620.
Spanish (DGE)
ser desgraciado, sufrir, ἀχνάσδημι κακῶς Alc.130a.1; cf. ἀχνάζω.
ἀχνάσδημι: (ἄχω) εἶμαι δυστυχὴς ἢ τεθλιμμένος, θρηνῶ, Ἀλκαῖος 98· ἴδε Koen Γρηγ. Κορίνθου σ. 620.
ser desgraciado, sufrir, ἀχνάσδημι κακῶς Alc.130a.1; cf. ἀχνάζω.