ἀχύνετος

English (LSJ)

[ῡ], ον, (χέω, χύνω) far-spread, copious, ὕδωρ Nic.Al.174.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
abundante, copioso πῦρ μὲν ἀείζωον καὶ ἀχύνετον ἔτρεσεν ὕδωρ Ἀργέστας Nic.Al.174, λύσσα ἀ. Dionysius 82, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχύνετος: [ῡ], -ον, (χέω, χύνω) ἐπὶ ὕδατος, ἀχύνετον ὕδωρ, πολύχυτον, πολύ, ἄφθονον κατὰ Ἴωνας καὶ Σικελιώτας, Νικ. Ἀλεξιφ. 174.