adv. épq.par contr. αἰκῶς;c. ἀεικῶς.
ἀϊκῶς: αἰκῶς, επίρρ. αντί ἀϊκής.
= ἀεικῶς, Hom. einmal, Il. 22.336 σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσ' ἀϊκῶς; Antimachus las ἑλκήσουσι κακῶς, s. Scholl.
ἀϊκῶς: стяж. αἰκῶς позорно, с бесчестием Hom., Soph.
inconvenientemente, terriblemente