ἁβροδιαιτάομαι

German (Pape)

[Seite 4] dep. med., üppig leben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβροδιαιτάομαι: ἁβρῶς διαιτῶμαι. Σχολ. Εἰρ. Ἀριστοφ. 1193 (1226)· ὁ Βέκκ. ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἐκδόσει τοῦ Ἀριστοφ. διορθοῖ τὸν σχολιαστὴν γράφων· «ὡς ἁβρῶς διαιτωμένους».