ἁβρόπους

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπους: ὁ ἁβροὺς ἔχων πόδας, ὁ περιπατῶν ἁβρῶς, «Λεσβίδες, ἁβροπόδων βήμαθ’ ἑλισσόμεναι», Ἰακωψ. Ἀνθ. Παλ. Δ. 227· αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις ἔχουσιν, «ἁβρὰ ποδών βήματα».

Spanish (DGE)

-ποδος
de andar liviano, que apenas rozan sus pies el suelo Hsch.s.u. σαυκρόποδες.