ἁγιαστήριον

English (LSJ)

τό, holy place, sanctuary, LXX Le.12.4, al.

Spanish (DGE)

-ου, τό
santuario τὸ ἁγιαστήριον τοῦ θεοῦ LXX Ps.82.13, 72.17, cf. 73.7, εἰς ἁ. οὐκ εἰσελεύσεται LXX Le.12.4, cf. Paral.Ier.2.1, 3.18, Origenes Fr.in Ps.72.16, 17, Didym.in Ps.894.7.

German (Pape)

[Seite 14] τό, geweihter Ort, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγιαστήριον: τό, ἅγιος τόπος, τὰ ἅγια, Ἑβδ (Λευϊτ. ιβ΄ 4 καὶ ἀλλ.).

Greek Monolingual

ἁγιαστήριον, το (AM)
μσν.
βαπτιστήριο
αρχ.
ιερός τόπος, ναός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγιάζω + παραγ. κατάληξη -τήριον].