ἁγιοποιός
German (Pape)
[Seite 14] heilig machend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιοποιός: -όν, ὁ, ἅγιον ἢ ἱερὸν ποιῶν, ὁ ἁγιάζων, Ὠριγ. ΙΙΙ, 812Α.
Spanish (DGE)
-όν
santificante ἡ τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ θεότης Ath.Al.M.28.489A, cf. Cyr.H.Catech.16.14.