ἁγνοποιός

German (Pape)

[Seite 18] rein machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγνοποιός: -όν, ὁ ἐξαγνίζων, ὁ ποιῶν τι ἁγνόν, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-όν
purificador, santificador τὸν τοῦ θεοῦ φόβον ἁγνοποιόν Cyr.Al.M.70.1224B.