ἁδρυντικός
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρυντικός: -ή, -όν, ὁ ἁδρύνων, ἐνισχύων, Ἐπιφ. 1. 945.
Spanish (DGE)
-όν
sujeto a crecimiento οὐσία Epiph.Const.Haer.76.26.5.
ἁδρυντικός: -ή, -όν, ὁ ἁδρύνων, ἐνισχύων, Ἐπιφ. 1. 945.
-όν
sujeto a crecimiento οὐσία Epiph.Const.Haer.76.26.5.