ἁλάμενος

French (Bailly abrégé)

part. ao. de ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁλάμενος: part. к ἅλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἁλάμενος ptc. aor. van ἅλλομαι.