ἁλιαστάς

English (LSJ)

ὁ, member of the ἁλία, at Tegea, IG5(2).6.24 (iv B. C.).

Spanish (DGE)

v. ἡλιαστής.

Greek Monolingual

ἁλιαστάς, ο (Α) ἁλία Ι]
δωρικός τύπος του ἡλιαστὴς (βλ. ηλιαστές).