ἁλικράτωρ

German (Pape)

[Seite 96] = -κρείων, Meerbeherrscher, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλικράτωρ: [ᾰτ-], ορος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόδ. Πρόδρ. 5, 422.

Greek Monolingual

ἁλικράτωρ (-ορος), ο (Μ)
κύριος, άρχοντας της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -κράτωρ, (παράλληλος τ. του τέρματος -κρατὴς < κράτος < κρατῶ)].