ἁλμυρίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἁλμυρίς 1.3a, Plin.HN19.142.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot. berza silvestre de Grecia, Brassica cretica Lamb., Plin.HN 19.142.

Greek Monolingual

ἁλμυρίδιον, το (Α)
(ως ονομ. φυτών) αλμυρίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. ἁλμυρίς.