ἁλυκόσμυρνα

English (LSJ)

ἡ, a kind of myrrh, Hippiatr.52.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ cierta clase de mirra, Hippiatr.52.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλυκόσμυρνα: ἡ, εἶδος σμύρνης, Ἱππιατρ.