ἁμέριος

English (LSJ)

Doric for ἡμέριος.

Spanish (DGE)

v. ἡμέριος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡμέριος.

German (Pape)

dor. für ἡμέριος, Eur.

Russian (Dvoretsky)

ἁμέριος: (ᾱ) дор. Soph., Eur. = ἡμέριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμέριος: Δωρ. ἀντὶ ἡμέριος.

Greek Monotonic

ἁμέριος: Δωρ. αντί ἡμέριος.